εἰσηγμένος

εἰσηγμένος
εἰσάγω
lead in
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εισάγω — εισάχτηκα, εισηγμένος, μτβ. 1. (για πράγματα), βάζω κάτι μέσα σε άλλο, βάζω μέσα: Εισάγει το ξίφος στη θήκη του. 2. (για εμπορεύματα, προϊόντα κτλ.), φέρνω κάτι από το εξωτερικό, κάνω εισαγωγή ειδών από άλλη χώρα: Εισάγει μπανάνες από το Ισραήλ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”